σότο

σότο
και σόττο Ν
επίρρ.
1. κάτω, από κάτω
2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση
3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή
β) «σότο βέντο»
ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα
γ) «σότο παλάνγκο»
ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης τού φορτίου είναι υποχρεωμένος να παραλάβει το φορτίο καθώς αυτό εκφορτώνεται στην πλευρά τού πλοίου
δ) «σότο (α)λά πρίμα»
ναυτ. το πρώτο χαρτί που κερδίζει στο παιχνίδι πασέτα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sotto «κάτω, χαμηλά» (< λατ. subtus). Οι φρ. προέρχονται από τις αντίστοιχες ιταλ. που σχηματίζονται από: sotto + voce «φωνή», sotto + vento «αέρας», sotto + palanco «βαρούλκο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σότο, Χερνάντο ντε- — (Soto). Ισπανός θαλασσοπόρος και εξερευνητής του 15ου αι. (1496 1542). Σύντροφος του Πιζάρο στο Περού (1532), ανακηρύχτηκε από τον Κάρολο E’ κυβερνήτη της Κούβας, με το δικαίωμα να κατακτήσει την Αμερική. Ανέλαβε μία αποστολή στη Φλόριντα (1539… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος …   Dictionary of Greek

  • οπ αρτ — (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα… …   Dictionary of Greek

  • παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… …   Dictionary of Greek

  • Αρκάνσας — (Arkansas). Πολιτεία (137.742 τ. χλμ., 2.700.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο κεντρικό και νότιο τμήμα τους. Είναι ορεινή στα Δ (όρη Μπόστον και Γουατσίτα), λοφώδης και πεδινή κατά μήκος του Μισισιπή, που διαγράφει τα ανατολικά σύνορα της πολιτείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”