Σότο, Χερνάντο ντε- — (Soto). Ισπανός θαλασσοπόρος και εξερευνητής του 15ου αι. (1496 1542). Σύντροφος του Πιζάρο στο Περού (1532), ανακηρύχτηκε από τον Κάρολο E’ κυβερνήτη της Κούβας, με το δικαίωμα να κατακτήσει την Αμερική. Ανέλαβε μία αποστολή στη Φλόριντα (1539… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος … Dictionary of Greek
οπ αρτ — (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα… … Dictionary of Greek
παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… … Dictionary of Greek
σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… … Dictionary of Greek
Αρκάνσας — (Arkansas). Πολιτεία (137.742 τ. χλμ., 2.700.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο κεντρικό και νότιο τμήμα τους. Είναι ορεινή στα Δ (όρη Μπόστον και Γουατσίτα), λοφώδης και πεδινή κατά μήκος του Μισισιπή, που διαγράφει τα ανατολικά σύνορα της πολιτείας· … Dictionary of Greek